φθειρομένους

φθειρομένους
φθείρω
destroy
pres part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιορώ — άω, ΜΑ [ορώ] 1. βλέπω ολόγυρα, κοιτάζω εδώ κι εκεί 2. (με κατηγ. μτχ. ή με απρμφ. ή με αντικ. σε γεν. ή σε αιτ.) παραβλέπω, παραμελώ, ανέχομαι να... (α. «δεόμενοι μὴ σφᾱς περιορᾱν φθειρομένους», Θουκ. β. «περιιδόντας τοὺς Πέρσας ἐσελθεῑν», Ηρόδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”